απαράδοτος

απαράδοτος
-η, -ο
αυτός που δεν παραδόθηκε: Τα εμπορεύματα είναι ακόμη απαράδοτα στον παραλήπτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απαράδοτος — η, ο 1. αυτός που δεν παραδόθηκε, δεν κληροδοτήθηκε από την παράδοση 2. εκείνος ο οποίος δεν παραδόθηκε στον παραλήπτη («γράμμα απαράδοτο», «επιταγή απαράδοτη») 3. όποιος δεν παραδίνεται, ο ισχυρός («κάστρο απαράδοτο») 4. όποιος δεν έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”